- βασκικός
- η , ό[ν] баскский, относящийся к баскам
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βασκικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τους Βάσκους 2. «βασκικό τύμπανο» το ντέφι … Dictionary of Greek